- πρῶιος
- πρῷος , πρώιοςearlymasc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρώιος — early masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… … Dictionary of Greek
Πρώιος, Δωρόθεος — (Χίος 1765; – Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1821). Λόγιος μητροπολίτης Aδριανουπόλεως και σχολάρχης της πατριαρχικής σχολής Κωνσταντινούπολης. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του και στην Πατμιάδα, παρακολούθησε πανεπιστημιακά, μαθήματα φιλοσοφίας… … Dictionary of Greek
πρῴων — πρώιος early fem gen pl πρώιος early masc/neut gen pl πρῴ̱ων , πρώιος early fem gen pl (attic) πρῴ̱ων , πρώιος early masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώια — πρώιος early neut nom/voc/acc pl πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc/acc dual (attic) πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίω — πρώιος early masc/neut nom/voc/acc dual πρώιος early masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίων — πρώιος early fem gen pl πρώιος early masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῴην — πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) πρῴ̱ην , πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῷον — πρώιος early masc acc sg πρώιος early neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώιον — πρώιος early masc acc sg πρώιος early neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)